τοπωνυμικός

τοπωνυμικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τοπωνύμια
2. το ουδ. ως ουσ. το τοπωνυμικό
α) το σύνολο τών τοπωνυμίων μιας περιοχής ή μιας χώρας («τοπωνυμικό τής Κύπρου»)
β) γραμμ. λέξη που δηλώνει τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ι. Τσικόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τοπωνυμικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τις τοπωνυμίες: Τοπωνυμικές μελέτες. 2. το ουδ. ως ουσ., τοπωνυμικό το σύνολο των τοπωνυμίων μιας χώρας: Τοπωνυμικό Μακεδονίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”